προϊός

προϊός
ο, Ν
βιολ. α) το στάδιο ανάπτυξης ενός ιού όταν αυτός ενσωματώνεται σε ένα χρωματόσωμα τού κυττάρου-ξενιστή και μεταβιβάζεται έτσι από το γονικό στο θυγατρικό κύτταρο
β) αντίγραφο τού ριβονουκλεϊκού οξέος ενός ογκογόνου ιού στο δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ, που λαμβάνεται από το ένζυμο αντίστροφη τρανσκριπτάση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”